- διέπῃ
- διέπωmanagepres subj mp 2nd sgδιέπωmanagepres ind mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διέπη — (Dieppe). Πόλη (34.673 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας. Αποτελεί διοικητικό κέντρο του νομού Σεν Μαριτίμ (6.278 τ. χλμ., 1.238.543 κάτ.). Βρίσκεται στις ακτές της Μάγχης και είναι ένα από τα σημαντικότερα αλιευτικά λιμάνια της Γαλλίας. Η… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
Δουμάς, Αλέξανδρος (πατέρας) — (Alexandre Dumas, Βιλέρ Κοτρέ 1802 – Διέπη 1870). Γάλλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος στρατηγού του Ναπολέοντα. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Βιλέρ Κοτρέ και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1823. Είχε λάβει… … Dictionary of Greek
Ντιέπ — Πόλη της Γαλλίας. Βλ. λ. Διέπη … Dictionary of Greek